- προαιρετός
- -ή, -όν, Α [προαιροῡμαι]1. αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή2. ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαιρετά — προαιρετός deliberately chosen neut nom/voc/acc pl προαιρετά̱ , προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc/acc dual προαιρετά̱ , προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετόν — προαιρετός deliberately chosen masc acc sg προαιρετός deliberately chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρεταί — προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετοῖς — προαιρετός deliberately chosen masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετοῦ — προαιρετός deliberately chosen masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετή — προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετήν — προαιρετός deliberately chosen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετῶς — προαιρετός deliberately chosen adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετῷ — προαιρετός deliberately chosen masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετῶν — προαιρέτης steward masc gen pl προαιρετός deliberately chosen fem gen pl προαιρετός deliberately chosen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)